- εκδρομή
- η (AM ἐκδρομή)1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ.μσν.1. (για χρόνο) πέρασμααρχ.1. εξόρμηση, έφοδος2. το σύνολο τών ατόμων που επιχείρησαν εξόρμηση ή έξοδο3. (για πράγμ.) έξοδος, κίνηση προς τα έξω4. (για ετήσιους ανέμους) η έναρξη τής πνοής τους5. (για υγρά) εκροή6. (για φυτά) αναβλάστηση7. παρέκβαση στον λόγο8. προκαταβολή9. θάνατος10. βλαστός, κλαδί.
Dictionary of Greek. 2013.